- ελοχαρής
- -ές(για ζώα ή φυτά) αυτός που τού αρέσει να ζει κοντά ή μέσα σε έλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελοχαρής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή (για φυτά και ζώα), που αρέσει να ζει ή να φυτρώνει στα έλη, ελόβιος (πρβλ. υδροχαρής) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυοσωτίδα — Κοινή ονομασία φυτών του γένους μυοσωτίδα, της οικογένειας των βοραγινιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει πολυάριθμα ποώδη είδη, από το κοινότατο «μη με λησμόνει» (μ. η ελοχαρής), που αυτοφύεται σε υγρές θέσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα, έως… … Dictionary of Greek
έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… … Dictionary of Greek
ζαντεδεσχία — (zantedeschia). Γένος σπαδικανθών φυτών της οικογένειας των αροϊδών. Περιλαμβάνει ποώδη ελόβια φυτά, των οποίων η σπάθη είναι εσωτερικά άσπρη, εξωτερικά ωχροπράσινη με μεγάλους μίσχους. Χάρη στα μεγάλα λευκά άνθη τους και στα φύλλα τους, που… … Dictionary of Greek
κάλθα — (Caltha). Γένος φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, που περιλαμβάνει 16 είδη αυτοφυή στις μεσημβρινές χώρες. Είναι πολυετή ποώδη φυτά και φυτρώνουν σε ελώδεις περιοχές. Το πιο γνωστό είδος είναι η κ. η ελοχαρής, που έχει φύλλα σε σχήμα… … Dictionary of Greek
παρνασσία — (parnassia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των σαξιφραγιδών, με περίπου 25 είδη, που φυτρώνουν στις υγρές εύκρατες και ψυχρές περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής. Είναι πόες μονοετείς ή πολυετείς με φύλλα απλά, παράρριζα και… … Dictionary of Greek